αδιχοτόμητος
Смотреть что такое "αδιχοτόμητος" в других словарях:
αδιχοτόμητος — η, ο (Μ ἀδιχοτόμητος, ον) [διχοτομῶ] αυτός που δεν διχοτομήθηκε ή δεν μπορεί να διχοτομηθεί … Dictionary of Greek
αδιχοτόμητος — η, ο επίρρ. α αδίχαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίχαστος — η, ο (Α ἀδίχαστος, ον) [διχάζω] αυτός που δεν μπορεί να διχαστεί, να διαιρεθεί στα δύο νεοελλ. αυτός που δεν διχάστηκε, αδιχοτόμητος, ατεμάχιστος, ακέραιος … Dictionary of Greek